🇬🇷 el en 🇬🇧

αφορισμός noun

  /a.fo.ɾiˈzmos/
  • σύντομη, περιεκτική δήλωση
aphorism
  • (θρησκεία) εκκλησιαστική ποινή με την οποία μέλος ενός χριστιανικού δόγματος αποκλείεται εντελώς από τη χριστιανική κοινότητα, ως τιμωρία για πολύ σοβαρά αμαρτήματα στα οποία περιέπεσε
excommunication
Wiktionary Links