🇬🇷 el en 🇬🇧

αόριστος noun

  /aˈo.ɾi.stos/
  • (γραμματική) χρόνος ρήματος ο οποίος δηλώνει συνοπτικά κάτι που έγινε στο παρελθόν σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή περίοδο
aorist, indefinite
Wiktionary Links