🇬🇷 el en 🇬🇧

βάλτος noun

  /ˈval.tos/
bog, marsh, swamp
  • (γεωγραφία) η έκταση γης πλημμυρισμένη από γλυκό νερό με χαρακτηριστική βλάστηση από καλαμιώνες και βούρλα
  • (μεταφορικά) η ακινησία, η στασιμότητα, η έλλειψη εξέλιξης και δημιουργικής πνοής
salt marsh, salina, saltings

Βάλτος properNoun

  /ˈval.tos/
Valtos
Wiktionary Links