🇬🇷 el en 🇬🇧

βάρος noun

  /ˈva.ɾos/
weight
  • κάτι που το αντιμετωπίζω ως δυσκολία, ως επίπονο έργο που με κάνει να δυσανασχετώ
burden, load
Wiktionary Links