🇬🇷 el en 🇬🇧

βήμα noun

  /ˈvi.ma/
  • η απόσταση που διανύουμε όταν κάνουμε μία τέτοια κίνηση
step
  • υπερυψωμένη κατασκευή στην οποία ανεβαίνει κάποιος που μιλάει σε δημόσια συνάθροιση
platform
Wiktionary Links