🇬🇷 el en 🇬🇧

βίδα noun

  /ˈvi.ða/
  • (τεχνολογία, μηχανολογία) μηχανικό εξάρτημα με σπείρωμα, που χρησιμεύει στη σύνδεση τμημάτων ενός μηχανισμού ή στερέωση αντικειμένων σε σταθερή επιφάνεια
screw
Wiktionary Links