βαθμός
noun
/vaˈθmos/
|
|
grade,
rate
|
- (λογική, μαθηματικά, επιστήμη υπολογιστών) βλ. τάξη
|
arity
|
- (βάσεις δεδομένων) το πλήθος των γνωρισμάτων (attributes) μιάς σχέσης στο σχεσιακό μοντέλο ή το πλήθος των στηλών ενός πίνακα (table) στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων
|
arity,
degree
|