🇬🇷 el en 🇬🇧

βαλβίδα noun

  /valˈvi.ða/
  • αυτό που ελέγχει την κατεύθυνση της ροής ενός ρευστού εντός ενός αγωγού. Διακρίνεται σε μηχανική και βιολογική:
valve
Wiktionary Links