🇬🇷 el en 🇬🇧

βεβιασμένος

  /ve.vi.aˈzme.nos/
  • (στη σημασία: που γίνεται με τη βία) που γίνεται με προσπάθεια και όχι φυσικά και αυθόρμητα
forced, rushed
Wiktionary Links