🇬🇷 el en 🇬🇧

βιάζω verb

  /viˈa.zo/ , /ˈvʝa.zo/
rape

βιάζω verb

  /viˈa.zo/
  • πιέζω κάποιον να κάνει κάτι ή να επισπεύσει κάτι, να κάνει πιο γρήγορα, να βιαστεί
  • (στο γ' πρόσωπο) για κάτι που είναι επείγον
in a hurry
rush
Wiktionary Links