🇬🇷 el en 🇬🇧

βιβλιοθήκη noun

  /vi.vli.oˈθi.ci/
  • έπιπλο με ράφια, κατάλληλο για την τοποθέτηση βιβλίων
bookcase, library
  • δημόσιος ή ιδιωτικός χώρος, κτήριο ή αίθουσα, που περιέχει βιβλία, κατάλληλα τοποθετημένα και ταξινομημένα. Στην περίπτωση της δημόσιας βιβλιοθήκης τα βιβλία ή όποιο άλλο πληροφοριακό υλικό βρίσκονται στη διάθεση του κοινού ή ειδικών επιστημόνων, τους οποίους αναλαμβάνουν να εξυπηρετήσουν οι υπάλληλοι της βιβλιοθήκης.
  • ο οργανισμός που διευθύνει αυτό το χώρο
library, bookcase
Wiktionary Links