🇬🇷 el en 🇬🇧

βιολογικός adjective

  /vi.o.lo.ʝiˈkos/
  • σχετικός με τη βιολογία
biological
  • που καλλιεργείται χωρίς τη χρήση συνθετικών χημικών (εντομοκτόνων, ζιζανιοκτόνων, κλπ.), την προσθήκη ορμονών, και τη γενετική τροποποίηση
organic
Wiktionary Links