🇬🇷 el en 🇬🇧

βιτρίνα noun

shop window, window
  • έπιπλο της τραπεζαρίας με τζάμι για τη φύλαξη των πιατικών, σερβίτσιων, γυαλικών κ.ά.
cupboard
Wiktionary Links