🇬🇷 el en 🇬🇧

βουτάω verb

  /vuˈta.o/
  • (αμετάβατο) μπαίνω σε υγρό, όπως στη θάλασσα
dip, dive
  • (μεταφορικά, προφορικό) κλέβω
nick, bag, dip, glom onto, immerse, lift
  • (μεταβατικό) βάζω κάτι σε υγρό, το βυθίζω
dip, immerse
Wiktionary Links