🇬🇷 el en 🇬🇧

βούλα noun

  /ˈvu.la/
  • σημάδι σε σχήμα κύκλου διαφορετικού χρώματος
polka dot, spot

Βούλα properNoun

  /ˈvu.la/
  • χαϊδευτικός γυναικείο όνομα
  • τοπωνύμιο σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας
Voula
Wiktionary Links