🇬🇷 el en 🇬🇧

γαλόνι noun

  /ɣaˈlo.ni/
  • αγγλοσαξωνική μονάδα όγκου, ίσο με 4,405 λίτρα (ξηρό γαλόνι στις ΗΠΑ) ή 3,785 λίτρα (υγρό γαλόνι στις ΗΠΑ) ή 4,454 λίτρα (αυτοκρατορικό γαλόνι στο Ηνωμένο Βασίλειο)
gallon
  • διακριτικό που φέρουν οι αξιωματικοί και δηλώνει το βαθμό τους
insigne, insignia, stripe
Wiktionary Links