γαλόνι
noun
/ɣaˈlo.ni/
|
- αγγλοσαξωνική μονάδα όγκου, ίσο με 4,405 λίτρα (ξηρό γαλόνι στις ΗΠΑ) ή 3,785 λίτρα (υγρό γαλόνι στις ΗΠΑ) ή 4,454 λίτρα (αυτοκρατορικό γαλόνι στο Ηνωμένο Βασίλειο)
|
gallon
|
- διακριτικό που φέρουν οι αξιωματικοί και δηλώνει το βαθμό τους
|
insigne,
insignia,
stripe
|