🇬🇷 el en 🇬🇧

γαϊδουροκαλόκαιρο noun

  /ɣai.ðu.ro.kaˈlo.ce.ro/
  • (οικείο) καλοκαιρία κατά την περίοδο του τέλους Οκτωβρίου
Indian summer
Wiktionary Links