🇬🇷 el en 🇬🇧

γεννήτορας noun

parent
  • (συνήθως στον πληθυντικό) οι πρόγονοι
  • (προγραμματισμός) μία συνάρτηση, υπορουτίνα ή υποπρόγραμμα, η οποία κάθε φορά που καλείται παράγει μία τιμή από μία σειρά προκαθορισμένων τιμών, εφαρμόζοντας την τεχνική της «οκνηρής αποτίμησης»,
generator
Wiktionary Links