🇬🇷 el en 🇬🇧

γεφυροποιός noun

  • (επάγγελμα) αυτός (αρχιτέκτονας, μηχανικός, τεχνίτης κ.λπ.) που κατασκευάζει γέφυρες
  • (μεταφορικά) αυτός που αποπειράται να συμβιβάσει δύο ή περισσότερες πλευρές που διαφωνούν μεταξύ τους, και να τους φέρει σε επαφή και επικοινωνία
bridge-builder, bridgemaker
Wiktionary Links