🇬🇷 el en 🇬🇧

γλύκανση noun

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του γλυκαίνω
  • (τεχνολογία τροφίμων) η προσθήκη γλυκαντικών στοιχείων σε ποτά, τρόφιμα κ.λπ.
  • (χημεία) μέθοδος επεξεργασίας πετρελαιοειδών, ώστε να αφαιρεθεί το θείο ή θειούχες ενώσεις
sweetening
Wiktionary Links