🇬🇷 el en 🇬🇧

γνώρισμα noun

  /ˈɣno.ɾi.zma/
trait
  • (βάσεις δεδομένων) η στήλη μίας σχέσης (relation) / πίνακα (table) ενός σχεσιακού μοντέλου / σχεσιακής βάσης δεδομένων. Ο όρος γνώρισμα (attribute) χρησιμοποιείται κυρίως στη θεωρία της επιστήμης των υπολογιστών.
attribute
Wiktionary Links