🇬🇷 el en 🇬🇧

γράφω verb

  /ˈɣɾa.fo/
  • (προφορικό, οικείο ή αγενές) αγνοώ επιδεικτικά την παράκληση ή τη συμβουλή κάποιου
write, fine
  • σχεδιάζω σύμβολα (γράμματα, αριθμούς) πάνω σε κάποια επιφάνεια
  • (για επιφάνεια ή έντυπο) φέρω κείμενο
  • ετοιμάζω και στέλνω μια επιστολή
  • δέχομαι κάποιον ως μέλος ή ως μαθητή
  • ενεργώ ώστε κάποιος να γίνει μέλος ενός οργανισμού ή μαθητής/σπουδαστής ενός εκαπιδευτικού ιδρύματος
  • έχω σαν επάγγελμα τη σύνταξη βιβλίων
  • χρεώνω κάποιον, συνήθως για κάποια παράβαση νόμου
  • (προφορικό, οικείο) λέω κάτι πολυ επιτυχημένο
  • μεταβιβάζω μέσω διαθήκης, κληρονομώ
fine
Wiktionary Links