🇬🇷 el en 🇬🇧

γρανάζι noun

  /ɣɾaˈna.zi/
  • (μηχανολογία) οδοντωτός τροχός που σε ζεύγη χρησιμοποιείται για την μετάδοση κίνησης
gear
Wiktionary Links