🇬🇷 el en 🇬🇧

γραφικά noun

  /ɣɾa.fiˈka/
  • (τέχνη, πληροφορική) σχέδια που έχουν σχεδιαστεί από υπολογιστή και χρησιμοποιούνται σε ιστοσελίδες ή έντυπα
graphically
  • (πληροφορική) η εικαστική παρουσίαση δεδομένων (data) οπτικού περιεχομένου
graphically, graphics
Wiktionary Links