🇬🇷 el en 🇬🇧

γραφικός adjective

  /ɣɾa.fiˈkos/
  • περίεργος, παράξενος, εκκεντρικός, συνήθως με αρνητική έννοια και ενίοτε συγκατάβαση
picturesque, quaint
  • γοητευτικός, χαριτωμένος
picturesque, scenic

-γραφικός

-graphic
Wiktionary Links