🇬🇷 el en 🇬🇧

γυαλίζω verb

  /ʝaˈli.zo/
  • (μεταβατικό) κάνω κάτι να λάμπει, να είναι γυαλιστερό / αστραφτερό
polish
  • (αμετάβατο) λάμπω, αστράφτω, στίλβω, είμαι γυαλιστερός
shine
Wiktionary Links