🇬🇷 el en 🇬🇧

γυμνάσιο noun

  /ʝiˈmna.si.o/
  • (ιστορία) κτίριο για την άσκηση των γυμνών αθλητών
gymnasium
  • (εκπαίδευση) η κατώτερη βαθμίδα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την Κύπρο
junior high school, middle school
Wiktionary Links