🇬🇷 el en 🇬🇧

γωνία noun

  /ɣoˈni.a/
  • (γεωμετρία) ο χώρος που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ευθείες που τέμνονται, κοντά στο σημείο τομής τους
angle, corner
Wiktionary Links