🇬🇷 el en 🇬🇧

γύρος noun

  /ˈʝi.ɾos/
  • η περιφέρεια αντικειμένου περίπου κυκλικού
round, gyros
  • το μπορ του καπέλου
brim, gyros
  • η κίνηση σε διαδρομή που καταλήγει στο σημείο εκκίνησης, περιοδεία
detour, gyros, tour
  • (γαστρονομία) κομμάτια κρέατος που ψήνονται σε όρθιο περιστρεφόμενο μέσο
  • (γαστρονομία) το σουβλάκι με πίτα που περιέχει γύρο
  • παιχνίδι σε παιδική χαρά με μια κυκλική περιστρεφόμενη πλατφόρμα
gyros
  • (αθλητισμός) προκαθορισμένη επαναλαμβανόμενη διάρκεια
gyros, lap, round
  • ολοκληρωμένη φάση μιας διαδικασίας
gyros, round
Wiktionary Links