🇬🇷 el en 🇬🇧

δάφνη noun

  /ˈðaf.ni/
laurel, bay
  • (φυτό) αειθαλές φυτό με μεγάλο ύψος (6-18 μέτρα). Έχει σκληρά, μακρόστενα κι αρωματικά άνθη και σκουρόχρωμους καρπούς. Τα φύλλα του είναι κιτρινωπά ή πρασινωπά, έχουν ωοειδές σχήμα με σκληρή και δερματώδη υφή και είναι ιδιαίτερα αρωματικά. Τα κλαδιά της δάφνης είναι το σύμβολο της δόξας
rest on one's laurels

Δάφνη properNoun

  /ˈðaf.ni/
Dafni, Daphne
Wiktionary Links