🇬🇷 el en 🇬🇧

δένω verb

  /ˈðe.no/
  • συνδέω, συναρμολογώ μεθοδικά τα διάφορα τμήματα από τα οποία αποτελείται ένα αντικείμενο, μια μηχανή
assemble
  • συνδέω συναισθηματικά ή διανοητικά (κυρίως η μετοχή δεμένος)
attached, close
  • περιορίζω κάτι επικίνδυνο για την υγεία,
bandage
  • περιβάλλω με μια λουρίδα υφάσματος, συνήθως ένα μέρος του σώματος
blindfold
  • συνδέω κάτι με κάτι άλλο, το ενσωματώνω ή το κάνω να προσεγγίσει αρκετά, το σταθεροποιώ
bond, tie
  • εξασφαλίζω ότι ένα δεμένο σχοινί ή παρόμοιο υλικό δεν θα χαλαρώσει
fasten
  • ωριμάζει φαγητό που απαιτεί χρόνο
set
  • (για σάλτσες και σιρόπια μόλις βράσουν)
thicken
  • περιορίζω τις κινήσεις ανθρώπου ή ζώου, τον κρατάω δέσμιο με διάφορα μέσα ή περιορίζω κάτι σημαντικό για την ελευθερία του
tie
  • σταθεροποιώ αντικείμενο με σχοινί ή άλλο μέσο, στερεώνω κάτι ώστε να είναι στη θέση που θέλω (για πλωτά μέσα, πιάνω σε λιμάνι)
tie down, tie up
Wiktionary Links