🇬🇷 el en 🇬🇧

δέος noun

  /ˈðe.os/
  • συναίσθημα φόβου ή σεβασμού και αναγνώρισης της δύναμης και του μεγαλείου μιας υπέρτερης δύναμης
awe
Wiktionary Links