🇬🇷 el en 🇬🇧

δίαυλος noun

  /ˈði.a.vlos/
channel, bus, diaulos

δίαυλος noun

  /ˈði.a.vlos/
  • (μουσικό όργανο) αρχαίο μουσικό όργανο με δύο αυλούς που τους έπαιζε με το στόμα του ένας αυλητής
double-aulos, twin-auloi
Wiktionary Links