🇬🇷 el en 🇬🇧

δίχρονος adjective

  /ˈði.xɾo.nos/
  • (για πρόσωπα) που είναι δύο ετών
two-stroke
  • (αρχαία μετρική) συλλαβή που είχε δύο μετρικούς χρόνους, δύο μόρες
two-year
Wiktionary Links