🇬🇷 el en 🇬🇧

δίωξη noun

  • νομική ποινική διαδικασία εναντίον ενός κατηγορουμένου που ασκείται από την εισαγγελική αρχή
prosecution
  • διώξεις: συστηματική λήψη δυσμενών μέτρων διοικητικού ή/και ποινικού χαρακτήρα εναντίον κάποιων
persecution
Wiktionary Links