🇬🇷 el en 🇬🇧

δανειζόμενος

  /ða.niˈzo.me.nos/
  • που γίνεται αντικείμενο δανεισμού, που δανείζεται, το δανεικό
borrowed
  • που δανείζεται χρήματα η αντικείμενα, κυρίως όμως το πρώτο, εκείνος που παίρνει δάνειο
borrower
Wiktionary Links