🇬🇷 el en 🇬🇧
δε |
|
---|---|
no |
- δε μου καίγεται καρφί
- I, don't, give a damn
- μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται
- out of sight, out of mind
- το αίμα νερό δε γίνεται
- blood is thicker than water
- ακόμη δε βγήκε απ' τ' αβγό
- wet behind the ears
- δε μασάω τα λόγια μου
- I don't mince words
- δε νομίζω
- I don't think so
- δε με νοιάζει
- I don't care
- οι άνθρωποι που ζουν σε γυάλινα σπίτια δε πρέπει να πετούν πέτρες
- people who live in glass houses shouldn't throw stones
- παλιός γάιδαρος καινούρια περπατησιά δε μαθαίνει
- you can't teach an old dog new tricks
Wiktionary Links
- ελληνικά: δε