🇬🇷 el en 🇬🇧

δείκτης noun

  /ˈði.ktis/
  • (ανατομία) το δεύτερο δάχτυλο του χεριού μας, αυτό που συνήθως χρησιμοποιούμε για να δείχνουμε κάτι
index finger, index, indicator, pointer
  • (πληροφορική), (GUI) ο κέρσορας, ο δρομέας του ποντικιού όπως φαίνεται στην οθόνη του υπολογιστή
cursor, pointer
  • αντικείμενο που δείχνει μια τιμή
index, indicator, pointer
  • (προγραμματισμός) είδος μεταβλητής (variable) που δεν περιέχει την ίδια την τιμή της πληροφορίας, αλλά έναν αριθμό που προσδιορίζει την θέσης (address) της σε αποθηκευτικό μέσο (πχ. σκληρό δίσκο, μνήμη Η/Υ) από όπου μπορεί να ανακτηθεί η τιμή ή τη θέση στοιχείου σε μια δομή ακολουθίας στοιχείων (πχ. πίνακα).
pointer, reference
  • (μαθηματικά)
subscript
Wiktionary Links