🇬🇷 el en 🇬🇧

δημοτικό noun

  • το δημοτικό σχολείο, το σχολείο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στο οποίο φοιτούν παιδιά ηλικίας 6-12 ετών
elementary school, primary school, folk song
  • συγκεκριμένη δημοτική μουσική σύνθεση (σχεδόν πάντα έχει και στίχους)
folk song
Wiktionary Links