🇬🇷 el en 🇬🇧

διάστημα noun

  /ˈði̯a.sti.ma/
  • αόριστη ή συγκεκριμένη τοπική, χρονική ή τονική απόσταση
space, interval
  • (μουσική) η διαφορά ανάμεσα σε δυο τονικά ύψη
interval, space
  • (φυσική, αστρονομία) το υπόλοιπο, εκτός της Γης, σύμπαν
outer space
Wiktionary Links