🇬🇷 el en 🇬🇧

διάταξη noun

arrangement, configuration, layout
  • (τεχνολογία) device: μία ή περισσότερες συσκευές κατάλληλα συνεργαζόμενες· ως σύνολο θεωρούνται ως μία ενιαία συσκευή, ως μονάδα (unit)
device, unit
Wiktionary Links