🇬🇷 el en 🇬🇧

διαβήτης noun

  /ðʝaˈvi.tis/
  • (γεωμετρία) όργανο που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία για τη χάραξη κύκλων
compass, pair of compasses
  • (ιατρική) μεταβολική πάθηση που χαρακτηρίζεται από την αυξημένη παρουσία σακχάρου στο αίμα και οφείλεται σε ελλιπή έκκριση ινσουλίνης
diabetes, sugar diabetes

Διαβήτης properNoun

Circinus
Wiktionary Links