🇬🇷 el en 🇬🇧

διαγράφω verb

  /ði̯aˈɣɾa.fo/
  • σβήνω ένα τμήμα κειμένου είτε τελείως είτε χαράζοντας πάνω του μια οριζόντια γραμμή, ένα Χ ή άλλο σύμβολο
delete, cancel, strikethrough
Wiktionary Links