🇬🇷 el en 🇬🇧

διαγώνιος noun

  /ði̯aˈɣo.ni.os/
  • (γεωμετρία) το ευθύγραμμο τμήμα που ξεκινά από μια γωνία ενός πολυγώνου και καταλήγει σε μια άλλη, μη διαδοχική
diagonal
Wiktionary Links