🇬🇷 el en 🇬🇧

διαδοχή noun

  /ði̯a.ðoˈçi/
  • η ενέργεια του διαδέχομαι
  • η ανάληψη αξιώματος ή θέσης που μέχρι πρότινος κατείχε κάποιος άλλος
  • η ακολούθηση κάποιου πράγματος, φαινομένου κ.λπ. από κάτι άλλο
succession
Wiktionary Links