🇬🇷 el en 🇬🇧

διαιτητής noun

  /ði̯e.tiˈtis/
  • (αθλητισμός, επάγγελμα) αυτός που επιτηρεί και ρυθμίζει τη διεξαγωγή ενός παιχνιδιού ή ενός αγώνα, σύμφωνα με τους κανόνες που έχουν εκ των προτέρων τεθεί
referee, umpire
  • (νομικός όρος) ο μεσολαβητής μεταξύ δύο διαδίκων για μια υπόθεσή τους
  • (κατ’ επέκταση, επάγγελμα) ο μεσολαβητής μεταξύ δύο αντιτιθέμενων μερών για μια υπόθεσή τους
referee, umpire, arbitrator
Wiktionary Links