🇬🇷 el en 🇬🇧

διαλεκτικός adjective

  /ði̯a.le.ktiˈkos/
  • (φιλοσοφία) που σχετίζεται με τη διαλεκτική ή έχει τα χαρακτηριστικά της
dialectical
Wiktionary Links