🇬🇷 el en 🇬🇧

διαμέρισμα noun

  /ði̯aˈme.ɾi.zma/
  • σύνολο δωματίων ενός πολυώροφου κτηρίου, με λειτουργική ενότητα που αποτελούν μία κατοικία
apartment, flat, tenement
  • (πληροφορική) partition: τμήμα της επιφάνειας ενός σκληρού δίσκου, ειδικά διαμορφωμένο για να υποδεχθεί ένα λειτουργικό σύστημα ή δεδομένα και να λειτουργεί σαν να είναι μια (φυσική) ξεχωριστή μονάδα δίσκου
partition
  • (γεωγραφία) μεγάλη γεωγραφική ενότητα, τμήμα μιας χώρας
region, territory
Wiktionary Links