🇬🇷 el en 🇬🇧

διαμόρφωση noun

  • (πληροφορική) configuration: προσαρμογή, βλ. ρύθμιση
configuration
  • (πληροφορική) format: η αρχικοποίηση ενός αποθηκευτικού μαγνητικού μέσου μνήμης, συνήθως αναφέρεται σε σκληρό δίσκο
format
formation
Wiktionary Links