🇬🇷 el en 🇬🇧

διαπασών noun

  • (μουσική) μικρό μουσικό όργανο με επικρουστικό γλωσσίδι που χρησιμοποιούν οι μουσικοί για να παράγουν κανονικούς φθόγγους και κυρίως το λα
diapason, tuning fork
  • (μουσική) μικρό μουσικό όργανο με δύο παράλληλους μεταλλικούς βραχίονες που σχηματίζουν πέταλο, του οποίου οι δονήσεις παράγουν ήχο ορισμένου ύψους και χρησιμεύει κυρίως για να δοθεί ο τόνος
full blast
Wiktionary Links